- αλέρωτος
- η , ο незапачканный, чистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλέρωτος — η, o 1. αυτός που δεν λερώθηκε, καθαρός, παστρικός 2. ο ηθικά αγνός, άσπιλος, αμόλυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λερώνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλερωσιά] … Dictionary of Greek
αλέρωτος — η, ο αυτός που δεν είναι λερωμένος, ο καθαρός: Το παιδί τώρα πια μένει αλέρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβρόμιστος — η, ο [βρομίζω] αρρύπαντος, αλέρωτος, καθαρός … Dictionary of Greek
αλερωσιά — η [αλέρωτος] 1. καθαριότητα, πάστρα 2. ηθική αγνότητα, το άσπιλο … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)